καθαρεύω

καθαρεύω
(AM καθαρεύω) [καθαρός]
είμαι καθαρός
(ν.εοελλ.) μιλώ ή γράφω σε καθαρεύουσα γλώσσα, είμαι καθαρευουσιάνος
αρχ.
1. είμαι αθώος («ἱερέα φόνου καθαρεύοντα και δεσμοῡ και φυγῆς», Πλάτ.)
2. είμαι αγνός («νόμος ἐστὶν αὐτοῑς τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν τὴν πόλιν», Πλάτ.)
3. είμαι απαλλαγμένος («καθαρεύω πυρετοῡ», Γαλ.)
4. (για συγγραφέα) είμαι καθαρός, ακριβής στη γλώσσα
5. γραμμ. (για το φωνήεν α) ακολουθώ άλλο φωνήεν ή το σύμφωνο ρ και βρίσκομαι στο τέλος τής λέξης, είμαι καθαρός
6. γραμμ. (για συλλαβή ή λέξη) περιέχω καθαρό φωνήεν
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ καθαρεύοντες
οι ακριβολόγοι
8. φρ. α) «καθαρεύω γνώμη» — έχω διαύγεια νου, διαυγή διάνοια
β) «καθαρεύω περί τι» — είμαι καθαρός σχετικά με κάτι
9. καθαρίζω κάτι από περιττά σκύβαλα, κοσκινίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθαρεύω — to be clean pres subj act 1st sg καθαρεύω to be clean pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύετε — καθαρεύω to be clean pres imperat act 2nd pl καθαρεύω to be clean pres ind act 2nd pl καθαρεύω to be clean imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύῃ — καθαρεύω to be clean pres subj mp 2nd sg καθαρεύω to be clean pres ind mp 2nd sg καθαρεύω to be clean pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρευόντων — καθαρεύω to be clean pres part act masc/neut gen pl καθαρεύω to be clean pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεῦον — καθαρεύω to be clean pres part act masc voc sg καθαρεύω to be clean pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύει — καθαρεύω to be clean pres ind mp 2nd sg καθαρεύω to be clean pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύομεν — καθαρεύω to be clean pres ind act 1st pl καθαρεύω to be clean imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύοντα — καθαρεύω to be clean pres part act neut nom/voc/acc pl καθαρεύω to be clean pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύοντι — καθαρεύω to be clean pres part act masc/neut dat sg καθαρεύω to be clean pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρεύουσι — καθαρεύω to be clean pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθαρεύω to be clean pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”